- φιλοσοφικότης
- (-ητος) η стоицизм, стойкость;
υπομένω την δυστυχίαν μου με πολλή φιλοσοφικότητα — стоически, стойко переносить горе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπομένω την δυστυχίαν μου με πολλή φιλοσοφικότητα — стоически, стойко переносить горе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.